του Ανέστη Χαϊτίδη
Κατά την επίσης ταπεινή δική μου άποψη, συμφωνώ σε γενικές γραμμές, ωστόσο
νομίζω ότι το κρασί είναι παρόλα αυτά το κατεξοχήν σύμβολο αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση.
Βλέπουμε ότι ακόμη και οι χώρες του Νέου Κόσμου, οι οποίες λανσάροντας στην αγορά τα κρασιά τους με βάση τις ποικιλίες για να «σπάσουν» το μονοπώλιο του ευρωπαϊκού (κυρίως γαλλικού) terroir, σήμερα έχουν ουσιαστικά αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό την σημασία της προέλευσης και της
δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή.
Παρατηρούμε επίσης ένα φαινόμενο εντελώς περίεργο και αντίθετο προς τις παγκόσμιες τάσεις.
Ενώ κατά τις δεκαετίες του 70 και 80 την αγορά κυριαρχούσαν επιτραπέζια κρασιά τυποποιημένα, χαμηλής έως μέτριας ποιότητας και χωρίς (ή με αμφίβολη) ένδειξη προέλευσης, όπως το Mateus, το Black Tower, το Lambrusco ή τα δικά μας Καλλιγά και Lac de Roches, είδαμε ότι στη συνέχεια και ενώ σε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα παρατηρούσαμε έντονες επιρροές της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης, στο κρασί είχαμε μια έντονη τάση «τοπικισμού».
Έτσι οι προελεύσεις όπως Chianti, Bordeaux, Barolo, Burgundy, Rioja, Chablis αποκτούν φίλους σε όλο το φάσμα της κοινωνίας.
Η πλάκα είναι ότι αυτός αναπτύχθηκε συγχρόνως με την τάση της παγκοσμιοποίησης, η οποία εκφράζεται με την προώθηση της ποικιλίας, ως πρωτεύον επιχείρημα επιλογής, ενός κρασιού.
Όπως και να έχει σήμερα βλέπουμε ένα ακόμη πιο περίεργο και εξίσου διασκεδαστικό» φαινόμενο:
Οι εκφραστές της παγκοσμιοποίησης έχουν αναγνωρίσει την δύναμη της προέλευσης και έτσι δίνουν όλο και μεγαλύτερη βάση στην προέλευση (βλέπε πολλά κρασιά του νέου κόσμου, από συγκεκριμένα αμπελοτόπια).
Συγχρόνως οι εκφραστές του «τοπικισμού» στο κρασί έχουν αναγνωρίσει την σημασία της ποικιλίας και τις δίνουν την ανάλογη προσοχή, όταν επικοινωνούν τα κρασιά τους στο κοινό.
Σε ότι αφορά τώρα την Ελλάδα, το ότι γεμίσαμε με Cabernet και Sauvignon δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ξενομανίας μας, αλλά σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης (αντίθετα πήγαμε να καλύψουμε με αυτές τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς).
Οι βασικές αιτίες είναι άλλες, δυστυχώς πιο βαθιές και κατά την άποψή μου πιο στενάχωρες. Ρωτήστε π.χ. τους πρώτους παραγωγούς της Δράμας, πόσο η στενοκεφαλιά και η δημοσιουπαλληλική αντιμετώπιση των αρμόδιων υπηρεσιών, τους ωθούσαν στη χρησιμοποίηση ξενικών ποικιλιών. Μετά είναι και η ανυπαρξία έρευνας και εξέλιξης των ποικιλιών, η οποία στην Ελλάδα είναι αποκλειστικά σε χέρια των φυτοριούχων, ενώ το ινστιτούτο Αμπέλου, που θα έπρεπε τουλάχιστον να συντονίζει την διατήρηση και βελτίωση των ελληνικών ποικιλιών, κοιμάται εδώ και δεκαετίες τον ύπνο του …δημοσίου.
Επίσης η εσωστρέφεια των ελλήνων παραγωγών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον νεοπλουτισμό του Έλληνα ήθελαν να του προσφέρουν εύκολα, φρέσκα, τεχνολογικά και εντυπωσιακά κρασιά, τα οποία να μπορούν να κυκλοφορούν τυποποιημένα πριν από τα Χριστούγεννα. Με αυτό τον τρόπο έχασαν πολύτιμο χρόνο, ώστε να ασχοληθούν σοβαρά με τις εξαγωγικές αγορές, οι οποίες σαφώς έχουν ανάγκη από Ξινόμαυρα και Βηλάνες και όχι από ακόμη ένα Merlot.
Τα πράγματα φαίνεται πλέον να αλλάζουν. Ας ελπίσουμε να μην είναι αργά. Ο ελληνικός αμπελώνας μπορεί να ενισχύσει την ιδιότητα αυτή του κρασιού, που ανέφερα στην αρχή, δηλαδή του συμβόλου κατά της παγκοσμιοποίησης.
Ο Ανέστης Χαϊτίδης είναι οινολόγος - τεχνολόγος ποτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου