Σε δυναμικό ανταγωνιστή του παραδοσιακού ούζου εξελίσσεται το τσίπουρο και μάλιστα παρά την κρίση αλλά και την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης που έχει χτυπήσει την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης, άλλωστε, που επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακοί και κυμαίνονται μεταξύ 20-25%, ενώ πέρυσι εκτιμάται ότι ήταν της τάξης του 15% περίπου. Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των φανατικών του φίλων συγκαταλέγονται οι νεαρές ηλικίες 25-35 ετών.
Η δυναμική ανάπτυξή του οφείλεται κατά κύριο λόγο σε δυο παράγοντες. Στην
ποιοτική αναβάθμιση του και στην ευρύτατη διανομή του σε περιοχές όπως η Αττική, όπου πριν από μερικά χρόνια, ήταν μάλλον δυσεύρετο. Ταυτόχρονα οι υψηλές τιμές του κρασιού στην μαζική εστίαση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο υποστηρίζει ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, Α΄αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών, επικεφαλής της Α. Μπαμπατζιμ ΟΕ.
Το τσίπουρο, το οποίο παράγεται αποκλειστικά από τα ράκη των σταφυλιών, θεωρείται παραδοσιακό ποτό της ελληνικής υπαίθρου και για αιώνες, αποτελούσε το δευτερεύον προϊόν της αμπελοκαλλιέργειας και της οικιακής παραγωγής κρασιού. Αν και αναφορές σε απόσταγμα στέμφυλων εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα, η τέχνη της απόσταξης αναπτύσσεται και εξελίσσεται στους Βυζαντινούς χρόνους, στις μονές του Αγίου Όρους.
Το 1989, με τη θέσπιση της Εθνικής και Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα αποστάγματα (Ν. 1802/1988 και Καν. 1576/1989), επιτράπηκε η παραγωγή και εμφιάλωση τσίπουρου από επίσημες αποσταγματοποιίες.
Εξέλιξη που σήμανε και τη στροφή στην ποιοτική παραγωγή του τσίπουρου, το οποίο σήμερα θεωρείται ισάξιο των υπόλοιπων διεθνών αποσταγμάτων. Με την τελευταία δε αναθεώρηση του κανονισμού για τα αλκοολούχα στην Ε.Ε. το τσίπουρο κατοχυρώθηκε σαν προϊόν αποκλειστικά Ελληνικό. Σήμερα πληθώρα παραγωγών μικρών και μεγάλων αλλά και συνεταιρισμοί εμφιαλώνουν τσίπουρο σε Μακεδονία, Θεσσαλία κ.α. Το 80% σχεδόν των πωλήσεων του εμφιαλωμένου τσίπουρου προέρχεται από τη λεγόμενη κρύα αγορά, ενώ μέσω σούπερ μάρκετ διατίθεται το υπόλοιπο 20%.
Άλλες εκτιμήσεις αναφέρουν πως σε ετήσια βάση καταναλώνονται πλέον των 35 εκατ. φιαλών ούζου και τσίπουρου. Βεβαίως στις ποσότητες αυτές το μεγαλύτερο μερίδιο ανήκει στο ούζο, το οποίο σε αντίθεση με το τσίπουρο είναι ουσιαστικά μίγμα οινοπνεύματος, αιθυλικής αλκοόλης, νερού και διάφορων αρωματικών βοτάνων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται πάντα ο γλυκάνισος. Το ούζο καλύπτει το 18% της συνολικής αγοράς αλκοολούχων ποτών (πλην μπύρας και κρασιού), καταλαμβάνει την δεύτερη θέση σε κατανάλωση μετά το ουίσκι. Είναι φυσικά και το πρώτο σε εξαγωγές προιόν του κλάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου